- λεβητώδης
- λεβητώδης, -ῶδες (Α) [λέβης]λεβητοειδής, όμοιος με λέβητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λεβητώδει — λεβητώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) λεβητώδης masc/fem/neut dat sg λεβητώδεϊ , λεβητώδης dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεβητῶδες — λεβητώδης masc/fem voc sg λεβητώδης neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεβητώδους — λεβητώδης masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέβητας — ο (AM λέβης, ητος) μεγάλη μετάλλινη χύτρα για βράσιμο νερού ή για μαγείρεμα φαγητού, η οποία κατά τους αρχαίους χρόνους δινόταν και ως τιμητικό δώρο ή ως έπαθλο σε αγώνα, καζάνι, λεβέτι (α. «ὡς δὲ λέβης ζεῑ ἔνδον ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ», Ομ. Ιλ.… … Dictionary of Greek